ζαβός

ζαβός
-ή, -ό
1. ανάποδος, στραβός: Τοποθέτησε τα πράγματα ζαβά.
2. τρελός, ιδιότροπος: Είναι ζαβός και δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… …   Dictionary of Greek

  • Panayiotis Zavos — Infobox Person name = Panayiotis Michael Zavos imagesize = 81px caption = birth date = birth date and age|mf=yes|1944|02|23 birth place = Tricomo, Cyprus residence = Lexington, Kentucky, USAPanayiotis Michael Zavos ( el. Παναγιώτης Ζαβός, or… …   Wikipedia

  • сабля — укр., блр. шабля, др. русск. саблѩ (Пов. врем. лет, СПИ), болг. сабя, сербохорв. са̏бља, словен. sȃblja, чеш. šаvlе, слвц. šаbl᾽а, польск. szabla. Эти слова считаются элементами вост. происхождения. За источник принимают венг. szablya сабля от… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Сабля оружие — рубящее оружие с изогнутым клинком, имеющим обыкновенно в длину не менее 90 стм. В видах употребления С. и в качестве колющего оружия оконечность клинка на протяжении 10 стм. оттачивается с обеих сторон. Название С. одни производят от араб. сейф …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Сабля, оружие — рубящее оружие с изогнутым клинком, имеющим обыкновенно в длину не менее 90 стм. В видах употребления С. и в качестве колющего оружия оконечность клинка на протяжении 10 стм. оттачивается с обеих сторон. Название С. одни производят от араб. сейф …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Säbel, der — Der Säbel, des s, plur. ut nom. sing. ein langes, breites und gekrümmtes Schwert, dergleichen unter andern auch die Türken, Ungarn und Husaren zu führen pflegen. Anm. Im Nieders. Zabel, auch in andern gemeinen Mundarten Sabel und Saber, im Schwed …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… …   Dictionary of Greek

  • ζάβουλος — ο κουτός, βλάκας, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. ουλος (πρβλ. βαθ ουλός, παχ ουλός)] …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”